λιονταρήσιος

λιονταρήσιος
και λεονταρήσιος, -α, -ο [λιοντάρι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι
2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεονταρήσιος — α, ο βλ. λιονταρήσιος …   Dictionary of Greek

  • λεόντειος — α, ο (AM λεόντειος, εία, ον, Α θηλ. και ος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ («λεόντειος σχολή») 2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”